συνεργοῦν

συνεργοῦν
συνεργέω
work together with
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
συνεργέω
work together with
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
συνεργέω
work together with
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
συνεργέω
work together with
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έμφυλος — η, ο (Α ἔμφυλος, ον) 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή 2. αυτός που γίνεται μεταξύ ατόμων τής ίδιας φυλής, ο εμφύλιος 3. βιολ. «έμφυλος γένεση» αυτή στην οποία συνεργούν και τα δύο φύλα, αρσενικό και θηλυκό νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυλος… …   Dictionary of Greek

  • αναρθρία — Η ανικανότητα προφοράς των λέξεων. Αυτός που πάσχει από α. γνωρίζει με ακρίβεια τα διανοήματά του, καθώς και τις λέξεις που πρέπει να χρησιμοποιήσει για τη μετάδοσή τους, αλλά δεν είναι ικανός να τις αρθρώσει. Η πλήρης α. είναι σπάνια και… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”